- συντόνῳ
- σύντονοςstrained tightmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντονώ — (I) έω, Μ [σύντονος] τεντώνω δυνατά. (II) όω, ΜΑ [σύντονος] ενισχύω, ενδυναμώνω αρχ. τονίζω με τον ίδιο τόνο … Dictionary of Greek
ξυντόνῳ — συντόνῳ , σύντονος strained tight masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντόνωι — συντόνῳ , σύντονος strained tight masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντονος — η, ο / σύντονος, ον, ΝΜΑ [συντείνω] επίμονος, συνεχής (α. «σύντονη καταδίωξη» β. «τοῡ χειμῶνος τοὺς περιπάτους καὶ τὰ λοιπὰ γυμνάσια συντονώτερα δεῑ ποιεῑσθαι», Διοκλ.) νεοελλ. έντονος, εντατικός (α. σύντονη προσοχή» β. «σύντονη προσπάθεια») αρχ … Dictionary of Greek